- ξεκακίζω
- αμετ.1) избавляться от плохого настроения, злобы, обиды; вздохнуть свободно; 2) проясняться (о погоде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκακίζω — 1. αποβάλλω την κακή διάθεσή μου, παύω να είμαι θυμωμένος («πήγαμε περίπατο για να ξεκακίσουμε») 2. (για τον καιρό) βελτιώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κακίζω «οργίζομαι, κακιώνω»] … Dictionary of Greek